Wednesday, October 31, 2012

92 ανείπωτες καλημέρες

Οι αυτόματες πόρτες ανοίγουν. Τα μάτια κλείνουν. Αυτόματα κι αυτά. Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Η στιγμή της αλήθειας.


----------------------------------------------------




Τρεις μήνες προσμονής κι αβεβαιότητας, τρεις μήνες σαν σε φυλακή γεμάτη πόνο, άρνηση και θυμό θα τελείωναν μέσα σε μια στιγμή. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Θα τελείωνων όμως. Ύστερα από αυτή την στιγμή, θα πήγαινε στην κόλαση ή στον παράδεισο. Θα έφευγε όμως από την βασανιστική αδράνεια και στασιμότητα του καθαρτηρίου. Αυτό ήθελε πάνω απ'όλα. Να νιώσει ζωντανή ξανά. Να κινηθεί. Προς τα κάπου. Όπου. Την περίμενε τόσο καιρό αυτή τη στιγμή. Κι όμως τώρα που είχε φτάσει, φοβόταν. Φοβόταν την στιγμή. Γι' αυτό και τα μάτια κλειστά. Φοβόταν να αντικρύσει την αλήθεια. Όποια κι αν ήταν αυτή. 
Όχι πως δεν είχε προετοιμάσει τον εαυτό της. Αντιθέτως. Είχε παίξει μες στο μυαλό της ένα εκατομμύριο διαφορετικές εκδοχές και των δύο σεναρίων. Ω, ναι, τα βασικά σενάρια ήταν δύο. Όταν αυτές οι πόρτες θα άνοιγαν, μοναχά δύο ήταν τα πιθανά ενδεχόμενα. Δεν υπήρχαν περιθώρια για παρεξηγήσεις. Ή θα ήταν πίσω από της πόρτες να την περιμένει ή όχι. Τόσο απλά. Ή θα έμπαινε μαζί του σ'ένα χαρούμενο αμάξι με μουσικές που θα την πήγαινε...δεν θα είχε σημασία πού, ή θα έμπαινε μόνη σ' ένα μουντό και θλιβερό ταξί, προσποιούμενη πως δίνει σημασία στην ακατάσχετη φλυαρία του ταξιτζή, απαντώντας μηχανικά μ'ενα ημιθανές "ναι" ή ένα ξέπνοο "μχμμ" εδώ κι εκεί, συλλογιζόμενη πως θα ήθελε να μπει πάλι στο αεροπλάνο που την έφερε ως εδω. Να μπει και να μην γυρίσει ποτέ. Γιατί αυτή η χώρα δεν έχει τίποτα για να την κρατήσει. Τίποτα εκτός από εκείνον. Κι αφού εκείνος δεν είναι εδώ για αυτήν, τότε δεν έχει λόγο να είναι εδώ. 
Σε μια άλλη εκδοχή του απαισιόδοξου σεναρίου, έλεγε τον πόνο της στον ταξιτζή, ο οποίος αναλαμβάνοντας ρόλο μπάρμαν με πτυχίο ψυχολόγου προσπαθούσε να την παρηγορήσει με ατάκες της πιάτσας, του στύλ: "μην στεναχωριέσαι κοπελάρα μου, τόσοι άντρες υπάρχουν. Ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος που θα ερωτευτείς; Μια όμορφη κοπέλα σαν κι εσένα να κλαίει για έναν άντρα; Ντροπής πράματα"  κι άλλα τέτοια παρηγορητικά παυσίπονα ταχείας -αλλά όχι μονίμου- δράσης. Σε μια άλλη εκδοχή...
Η αλήθεια είναι πως για αυτό, το άσχημο σενάριο, είχε περισσότερες εκδοχές. Το μυαλό, ένα περίεργο πράγμα, πάει πάντα στο χειρότερο. Μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία και ανατριχιαστική λεπτομέρεια να περιγράψει το κακό, σε όλο του το φάσμα, παρά το καλό. 
Όσο για το άλλο σενάριο, το αισιόδοξο, ομολογουμένως δεν χρειαζόταν να το εμπλουτίσει με πολλές γαρνιτούρες. Τι σημασία είχε; Αυτός θα ήταν εκεί να την περιμένει. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Θα μπορούσε να παγώσει ο χρόνος τη στιγμή που θα αντίκρυζε το πρόσωπό του. Θα μπορούσε να σβήσει ο ήλιος και να χαθούν όλα τ'αστέρια μονομιάς την στιγμή που τα χείλη της θα αγγίζαν τα δικά του. Μόνο αυτό είχε σημασία. 
Ίσως αυτό να μην ήταν όλη η αλήθεια. Κατά βάθος φοβόταν και το μετά. Κατά πολύ βάθος όμως. Το "μετά" είναι μια έννοια μικροαστική, κάτι που δεν απασχολεί τους ερωτευμένους ανθρώπους. Αυτούς τους απασχολεί μόνο το "τώρα". Ήταν όμως αυτή, ερωτευμένος άνθρωπος; Τρεις μήνες είναι πολλοί για να μην πεις ούτε μια "καλημέρα". 92 ανείπωτες καλημέρες. 92 χαμένες ευκαιρίες για να έρθεις λίγο, ελάχιστα, πιο κοντά σε αυτόν που σου λείπει. 92 λόγοι για να νομίζεις ότι αυτός που γνώρισες δεν ήταν τελικά άνθρωπος, παρά μόνο μια ιδέα. Γίνεται να είσαι ερωτευμένη με μια ιδέα; Με την ανάμνηση μιας ιδέας;
Τα μάτια 'μείναν σφαλιστά. Όχι μόνο από φόβο για την απόρριψη, αλλά κι από φόβο για την αποδοχή, εξίσου.


----------------------------------------------------


Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του αμαξιού, μπήκε μέσα κι έβαλε γρήγορα μπροστά. Είχε αργήσει. Όχι κατά λάθος. Ήθελε να αργήσει. Παρ' όλα αυτά το άγχος σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί αυτόνομα, ανεξάρτητα. Κάνει όλες σου τις κινήσεις βεβιασμένες και σπασμωδικές. Σαν να μην μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου. Στο κάτω κάτω δεν ήθελε να αργήσει πολύ. Απλά ήθελε να αργήσει. Όσο ήταν αρκετό. Όσο δηλαδή εκείνος πίστευε πως ήταν αρκετό. Αρκετό για τί; Ούτε ο ίδιος ήξερε. Για να την τιμωρήσει, ίσως. Αν και όχι ακριβως. Δεν του είχε κάνει τίποτα. Ίσα-ίσα που το έδωσε τον χώρο και τον χρόνο που αυτός της ζήτησε. Ίσως, πάλι, για αυτό ακριβώς. Γιατί του έδωσε χώρο και χρόνο να πάρει εκείνος την απόφαση. Να αναλάβει αυτός την ευθύνη. Αυτός που είναι τόσο ευθυνόφοβος.
Ίσως, από την άλλη, ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του. Να αργήσει τόσο, ώστε να την χάσει για πάντα. Τόσο μεγάλη ήταν η ροπή του προς την αυτοκαταστροφή, που δεν θα τον εξέπληττε καθόλου αυτό το ενδεχόμενο. Προτιμούσε να ζήσει έναν έρωτα παθιασμένο, θυελλώδη, παραμυθένιο πλην ανεκπλήρωτο, μες στο μυαλό του, παρά έναν αληθινό, ανθρώπινο και ίσως με ημερομηνία λήξης έρωτα, στην πραγματική ζωή. 
Ξαναδιάβασε το μήνυμα που του είχε στείλει, για να σιγουρευτεί. Σαν να μην το είχε διαβάσει χίλιες φορές πριν από αυτή. Σαν να μην είχε αποστηθήσει μέχρι και το τελευταίο γράμμα του. "21 Δεκεμβρίου, 23:15 προσγειώνομαι". Αυτό μόνο. Ψυχρό, απρόσωπο, σαν τελεσίγραφο. Χωρίς ίχνος τρυφερότητας. Χωρίς ούτε μία από τις όμορφες κουβέντες που συνήθιζε να του γράφει. Σαν να το είχε στείλει κάποια ξένη. Κάποια πελάτισσα της εταιρείας που θα έπρεπε να παραλάβει από το αεροδρόμιο. 
Αυτή ήταν η τελευταία μορφή επικοινωνίας που είχαν μεταξύ τους εδώ και τρεις μήνες. Τι φοβερή ιδέα κι αυτή; Να μην έχουν την παραμικρή επαφή μέχρι να γυρίσει. Δική της ιδέα. Κι εκείνος είχε συμφωνήσει. Την είχε βρει σωστή. Την είχε προκρίνει μες στο μυαλό του ως την καλύτερη λύση. Την πιο καθαρή, την πιο τίμια. 
Αν και όντως δεν αμφέβαλλε για την τιμιότητα αυτής της απόφασης, αυτής της σιγής ασυρμάτου που είχαν επιβάλλει στους εαυτούς τους, εντούτοις ανησυχούσε για τις τυχόν καταστρεπτικές συνέπειες που αυτή θα είχε. Θα ήταν όλα ίδια ξανά; Θα την ήθελε το ίδιο όπως και πριν; Αυτή, θα τον ήθελε ακόμα; Κι αν είχε βρει κάποιον άλλον σε όλο αυτό διάστημα; Αν είχε ερωτευτεί ξανά, από την αρχή; Θα μπορούσαν εν τέλει να το πιάσουν από κει που το άφησαν;


-----------------------------------------------------


Έρωτες καλοκαιρινοί...Κι αυτό το καλοκαίρι που δεν έλεγε να τελειώσει. Κι ύστερα ο χειμώνας. Ένας χειμώνας που παγώνει τα σώματα αλλά και τις ψυχές. Αμβλύνει τα συναισθήματα, θολώνει  τις αναμνήσεις κι αλλοιώνει το σχήμα των προσώπων. Εκείνος αναζητούσε κάτι οικείο, κάτι χειροπιαστό, κάτι σταθερό για να κρατηθεί. Μα πάνω απ' όλα κάτι κοντινό. Ένα τηλεφώνημα και δυο τσιγάρα δρόμο μακριά του το πολύ. Κι αυτή ήταν μακριά. Πολύ μακριά. Από που να πιαστεί; Ήταν ατμός. Όσο κι αν προσπαθούσε να την κρατήσει μες στα χέρια του, εκείνη χανόταν, διαλυόταν. Κι έμενε να κοιτάει  με μάτια αλμυρά ένα αχνό περίγραμμα. Πόνεσε, ξέχασε, συνήθισε. Συνήθισε την απώλεια, έκανε φίλο τον πόνο. Ποιός μπορούσε να τον κατηγορήσει; Σίγουρα όχι εκείνη. Της το χε πει. Την είχε προειδοποιήσει. 
Τι τα ήθελε τα Παρίσια και τις σπουδές; Αρχιτέκτονας λέει. Λες και η Ελλάδα δεν έχει αρκετούς από δαύτους. Εκείνη θα έκανε την διαφορά; Εκείνη όμως δεν είχε στο μυαλό της την Ελλάδα. Δεν ήθελε να γυρίσει. Άλλα ήταν τα σχέδια και τα όνειρα της. Παρίσι, ύστερα Βαρκελώνη ή Λονδίνο, μετά Αργεντινή, ο κόσμος ολόκληρος. Η Ελλάδα για εκείνη δεν ήταν τόπος διαμονής. Ήταν κάτι άλλο, ένας τόπος μαγικός, οπού είχε πάντα καλοκαίρι. Η ελλάδα ήταν το καλοκαίρι! Το μέρος, όπου οι καλοκαιρινοί έρωτες, οι έρωτες των διακοπών διαρκούν για πάντα, όσο και το καλοκαίρι της. Ή τουλάχιστον, για να λέμε την αλήθεια, όσο έμενε αυτή εκεί. 
Εκείνη όμως έφυγε, γύρισε πίσω στον χειμώνα, ενώ εκείνος έμεινε. Μόνο που για εκείνον, η Ελλάδα δεν ήταν μόνο διακοπές και καλοκαίρια. Ήταν ολόκληρη η ζωή του.

Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι στο νησί. Ένα άπ' όλα τα νησία, δεν έχει σημασία. Όλα τα νησιά ίδια είναι. Δηλαδή όχι ακριβώς. Το καθένα έχει την ομορφιά και τη χάρη του. Άλλα όλα τα νησιά φωτίζονται άπ' τον ίδιο ήλιο, βρέχονται από την ίδια θάλασσα κι εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Συνθέτουν το ιδανικό σκηνικό για τους καλοκαιρινούς μας έρωτες. Μπορεί εκείνος ο βράχος ή η συγκεκριμμένη παραλία στην οποία κάτσατε αγκαλιασμένοι να δείτε τον ήλιο να ανατέλλει ή να δύει, να είναι για σας μοναδικά κι ανεπανάληπτα, υπάρχουν όμως τόσοι βράχοι και τόσες παραλίες σε τόσα νησιά, πάνω στα οποία αντικρύζουν τον ίδιο ήλιο τόσα διαφορετικά κουαρτέτα ματιών.
Γνωρίστηκαν λοιπόν σ' ένα νησί. Ύστερα βρέθηκαν σε ένα άλλο, δήθεν τυχαία. Ύστερα πήγαν σε ένα τρίτο, μαζί αυτή τη φορά. Εκτός προγράμματος. Κι ύστερα λίγες μέρες στην Αθήνα, μέχρι να φύγει εκείνη. Είκοσι μέρες, πάνω κάτω, στο σύνολο. Αυτό ήταν όλο. Ήταν όμως αρκετό.
Λόγια μεγάλα, λόγια βαριά ανταλλάχθησαν. Λόγια που μίλαγαν για προτόγνωρα συναισθήματα κι οφθαλμαπάτες. Καρδιές που χτύπησαν ξανά ύστερα από χρόνια σιωπής αλλά κι αντικειμενικές δυσκολίες. Πάντα αποφεύγοντας με ευλάβεια την λέξη "ερωτας" λες κι ήταν βλασφήμια. Αναπόφευκτα η συζήτηση ήρθε και στο "τώρα, τι κάνουμε;"
Για σχέση από απόσταση ούτε λόγος. Κανείς από τους δύο δεν το ήθελε. Μόνη λύση η "μετακίνηση πλυθησμών". Αλλά κι αυτό, εύκολο να το λές, δύσκολο να το κάνεις. Κάποιος έπρεπε να παρατήσει κάτι, να αφήσει κάτι πίσω του, μισό, ατέλειωτο. Ένα κομμάτι του εαυτού του. Κι αυτό δεν είναι κάτι που το κάνεις αψήφιστα. Όταν έρχεται η ώρα να πάρεις μια τέτοια απόφαση, τα ζυγίζεις τα πράγματα διπλά και τρίδιπλα. Άσε που στην πρώτη δυσκολία, στην πρώτη αναποδιά, θα ερχόταν στο προσκήνιο η "θυσία" του ενός και θα έπεφτε σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω στα κεφάλια τους.
Για λίγο καιρό, ύστερα από την αναχώρηση της, μιλάγαν μέσω νετ. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ποτέ δεν είναι το ίδιο μέσα από μια οθόνη. Σιγά-σιγά οι φωνές και τα πρόσωπα ξεθωριάζαν και τη θέση τους παίρναν οι αναμνήσεις και οι ιδέες. Ποιός μπορεί όμως να μείνει ερωτευμένος με μια ιδέα; Οι ιδέες είναι για τους φιλόσοφους και τους στοχαστές. Για τους εραστές υπάρχουν μόνο τα χείλη και τα κορμιά. Όλα τα άλλα είναι ημίμετρα.
Έτσι έπεσε στο τραπέζι η ιδέα: Να μην μιλήσουν μέχρι τα Χριστούγεννα που εκείνη θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Δικιά της ιδέα. Την πρότεινε χωρίς να την πολυπιστεύει, χωρίς να το θέλει στην πραγματικότητα. Εκείνος συμφώνησε. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε; Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο ζόρικη, πιο απελπιστική. "Ας το κάνουμε έτσι λοιπόν.", της είπε. "'Ελα και βλέπουμε". Αυτό το "και βλέπουμε" την τσάκισε. Εκείνη ήδη έκανε σκέψεις στο μυαλό της να τα παρατήσει όλα και να γυρισει πίσω για εκείνον. Για να είναι μαζί. Δεν την ένοιαζε τίποτ' άλλο. Ήθελε μόνο να είναι μαζί του. Για όσο. Δική της η απόφαση, δική της κι η ευθύνη. Αν έτρωγε τα μούτρα της δεν θα είχε κανέναν να κατηγορήσει, παρά μόνο τον εαυτό της, Καλύτερα τον εαυτό της παρά εκείνον. Αυτός όμως προσέθεσε αυτές τις δύο μικρές λεξούλες στην πρόταση του. Και βλέπουμε...
Ήταν πια αργά για να το πάρει πίσω. Δεν είχε και τι άλλο να προτείνει. Κι έτσι, ξαφνικά, μια μέρα του Σεπτέμβρη διεκόπει πάσα επικοινωνία μέχρι νεοτέρας. "Θα σου στείλω ένα μήνυμα μόνο, κάποια στιγμή, για να σε ενημερώσω πότε ακριβώς θα έρθω. Αν όταν βγω από το αεροδρόμιο είσαι εκεί να με περιμένεις, θα με κάνεις ευτυχισμένη. Αν δεν σε δώ, τότε θα καταλάβω. Δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ, δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Τα λέμε στο αεροδρόμιο λοιπόν σε περίπου 3 μήνες. Ίσως. Και βλέπουμε..." Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που του είπε. Κι ύστερα ένα μήνυμα που έλεγε: "21 Δεκεμβρίου, 23:15 προσγειώνομαι". Αυτό μόνο.


-------------------------------------------------


Μένει για λίγα δευτερόλεπτα, κατα τη διάρκεια των οποίων μπορούσε να καταστραφεί το σύμπαν και να φτιαχτεί πάλι από την αρχή, με τα μάτια κλειστά. Τυφλή μεσα στο πλήθος. Νεκρή ανάμεσα στους ζωντανούς.
Οι αυτόματες πόρτες κλείνουν πίσω της. Τα μάτια ανοίγουν, Αυτόματα κι αυτά. Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Η στιγμή της αλήθειας.

2 comments:

  1. Νice. το μεγαλύτερο λάθος των ανθρώπων στις σχέσεις τους είναι ότι συνήθως ερωτεύονται μια ιδέα.

    Δεν ψάχνεις να δεις τι είναι αυτό που έχεις απέναντί σου, αντίθετα αναλώνεσαι στην παρασκευή μιας μάζας αναμνήσεων που σε κρατάνε δέσμιο. Γενικά, δηλαδή βράστα κι άστα.

    Θα προτιμούσα να έλειπε το κομμάτι πριν το τέλος. Δεν ξέρω γιατί. Το θεώρησα περιττό.

    Το αποδίδω σε δυο λόγους:
    1) Μου θύμισε μια φιλική ιστορία με την οποία είμαι κάθετα αντίθετος για πολλούς λόγους
    2) Συμπαθάτε με αλλά δεν πιστεύω ότι 20 μέρες φτάνουν ούτε για να συνειδητοποιήσεις τι χρώμα μάτια έχει ο άλλος. :Ρ (ξέρω πολύ κυνικός αλλά τι να κάνω)

    Ως κείμενο τώρα ήταν πολύ στρωτό, φαινόταν ότι έχει στόχο αν και απουσία του τρίτου κομματιού νομίζω θα γινόταν πιο ολοκληρωμένο (ειρωνία; :Ρ)
    Δοκίμασε να χρησιμοποιείς λιγότερες παρομοιώσεις.

    ReplyDelete
  2. Αυτό με τις παρομοιώσεις μου το χουν πει κι άλλοι ρε γαμώτο. Δεν φταίω εγώ, ο δάσκαλος φταίει. Α ρε Τομ μας έχεις χαντακώσει να πούμε! Και φαντάσου ότι πιέζω τον εαυτό μου να χρησιμοποιεί λιγότερες απ΄όσες θα ήθελα. Παρ' όλα αυτά δεν είδα κανέναν να την λέει στον Ρόμπινς για τις παρομοιώσεις. Βέβαια θα μου πεις, ίσα κι όμοια εγώ με τον Τόμ; Έτερον εκάτερον

    Το τρίτο μέρος, φαντάζομαι εννοείς το ολίγον τι επεξηγηματικό και ξενέρωτο της όλης υπόθεσης, εκείνη την ώρα που το έγραφα μου κόλλαγε. Ακριβώς εξυπηρετώντας τον σκοπό της επεξήγησης. Τώρα που το βλέπω πιο αποστασιοποιημένα, ίσως έχεις δίκιο. Από την άλλη θα βγαινε πολύ μικρότερο το κείμενο, κι όπως όλοι ξέρουμε εγώ είμαι της ποσότητας κι ουχί της πχιότητας. Όχι, ντάξει πλάκα κάνω. Ίσως κανα δυο πέπλα μυστηρίου παραπάξνω το έκαναν πιο ελκυστικό. Όταν το εκδώσω στην συλλογή διηγημάτων μου (Μαρμελάδα από καυτερές πιπεριές κι άλλες ιστορίες) θα φροντίσω να παραλέιψω τα αχρείαστα μέρη ;)

    ReplyDelete